- προδίδει
- πρό-δίδημιbindpres imperat act 2nd sgπρό-δίδημιbindimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
προδίδω — και προδώνω και προδίνω, μτχ. παθ. παρακμ. προδομένος, Ν 1. παραβιάζω, αθετώ ηθική υποχρέωση, υπόσχεση ή όρκο («πρόδωσε τη φιλία μας») 2. παραδίδω με δόλιο τρόπο την πατρίδα, αποκαλύπτω μυστικά τής πατρίδας μου στον εχθρό, δίνω στον εχθρό τη… … Dictionary of Greek
άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που … Dictionary of Greek
εξάγγελος — ο (AM ἐξάγγελος) αυτός που αναγγέλλει, που ανακοινώνει κάτι, ο αγγελιαφόρος, ο διαγγελέας 1. αυτός που διηγείται στους ηθοποιούς που βρίσκονται στη σκηνή, και επομένως και στους θεατές, όσα συμβαίνουν ή συνέβησαν μέσα στο ανάκτορο ή στον οίκο,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κατήγορος — ο (AM κατήγορος) 1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος … Dictionary of Greek
μέντα — (Mentha). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λαμιιδών. Πρόκειται για φυτά των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τα αρωματικά τους φύλλα και τα μικρά τους άνθη. Ιδιαίτερα γνωστό είδος είναι το… … Dictionary of Greek
ξεναπάτης — ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά τους ξένους 2. αυτός που προδίδει εκείνον που τόν φιλοξενεί 3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + απάτης… … Dictionary of Greek
παλιμπροδότης — παλιμπροδότης, ὁ (Α) αυτός που προδίδει εναλλάξ και τα δύο μέρη, διπλός προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + προδότης] … Dictionary of Greek
παραβαλλέταιρος — ὁ, Μ 1. αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβάλλω + ἑταῖρος «σύντροφος»] … Dictionary of Greek